κουτσουρεύω

κουτσουρεύω
κουτσουρεύω, κουτσούρεψα βλ. πίν. 17

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουτσουρεύω — [κούτσουρο] 1. κόβω τους κλάδους δένδρου 2. μτφ. αποκόπτω, ακρωτηριάζω, κολοβώνω 3. μειώνω, περιορίζω («κουτσούρεψαν τους μισθούς») …   Dictionary of Greek

  • κουτσουρεύω — κουτσούρεψα, κουτσουρεύτηκα, κουτσουρεμένος 1. κόβω τους κλάδους δέντρου, το μεταβάλλω σε κούτσουρο. 2. κολοβώνω, ακρωτηριάζω κάτι. 3. μειώνω, περιορίζω: Μας κουτσούρεψαν πάλι τους μισθούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουτσούρευτος — η, ο [κουτσουρεύω] 1. (για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν τόν κουτσούρεψαν, δεν τού έκοψαν τα άκρα, τα κλαδιά, ακλάδευτος, άκοπος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ελάττωση ή περικοπή, ολόκληρος, ακέραιος …   Dictionary of Greek

  • διαλωβώ — διαλωβῶ ( άω) (AM) 1. κολοβώνω, κουτσουρεύω 2. μέσ. διαλωβῶμαι (επιτατ. τ. τού λωβῶμαι) α) ακρωτηριάζω, κολοβώνω β) βασανίζω …   Dictionary of Greek

  • κολοβιάζω — [κολοβός] κολοβώνω, κουτσουρεύω …   Dictionary of Greek

  • κολοβώνω — (AM κολοβῶ, όω, Μ και κολοβώνω) [κολοβός] κόβω, ακρωτηριάζω, κουτσουρεύω («ἀποκτέννουσιν αὐτούς, καὶ κολοβοῡσι τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας», ΠΔ) νεοελλ. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω μσν. μετριάζω αρχ. (για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω …   Dictionary of Greek

  • κουτσούρεμα — το [κουτσουρεύω] 1. αποκοπή, ακρωτηριασμός 2. μείωση, περιορισμός, περικοπή …   Dictionary of Greek

  • περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω …   Dictionary of Greek

  • περικόβω — περιέκοψα, περικόπηκα, περικομμένος 1. κόβω γύρω γύρω, κουτσουρεύω, ακρωτηριάζω. 2. περιορίζω, ελαττώνω, κρατώ, παρακρατώ: Το κράτος περιέκοψε τις αποδοχές για τις μέρες απεργίας των υπαλλήλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”